- Πανάγιο
- Πανάγιο τοалфавитный перечень всех святых и дат их памяти, святцы
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] … Dictionary of Greek
πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… … Dictionary of Greek
Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek
Πανάγιος Τάφος — Ο τάφος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν όσα αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη για τη ζωή του Ιησού. Στις αρχές του 4ου αι., στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τον Π.Τ. μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Ο τάφος … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek